συμπερασματικῶς

συμπερασματικῶς
συμπερασματικός
indicating the conclusion
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συμπερασματικός — ή, ό / συμπερασματικός, ή, όν, ΝΜΑ [συμπέρασμα, ατος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε συμπέρασμα νεοελλ. 1. αυτός που διατυπώνεται με τη μορφή συμπεράσματος («συμπερασματικές κρίσεις») 2. φρ. α) «συμπερασματικοί σύνδεσμοι» σύνδεσμοι που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”